καταλογή — enrolment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογή — η (AM καταλογή) [καταλέγω] νεοελλ. παρακαταλογή* μσν. ιστορία, διήγηση αρχ. 1. ο σεβασμός προς κάποιον 2. (στο αρχ. θέατρο) απαγγελία τών ασμάτων χωρίς μουσική 3. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) για χάρη κάποιου 4. φρ. «εἰς τὴν καταλογήν τινος» κατά… … Dictionary of Greek
καταλογήν — καταλογή enrolment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογείον — καταλογεῑον, τὸ (Α) [καταλογεύς] γραφείο στο οποίο ο καταλογέας ενεργεί την καταλογή* … Dictionary of Greek
καταλογητής — καταλογητής, ὁ (Μ) αυτός που απαγγέλλει ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλογή + κατάλ. τής, που εμφανίζεται συνήθως σε μεταρρηματικά παρ.] … Dictionary of Greek
καταλόγημαν — καταλόγημαν, τὸ (Μ) η διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλογή + κατάλ. μα(ν), που εμφανίζεται συνήθως σε μεταρρηματικά παρ.] … Dictionary of Greek
παρακαταλογή — ἡ, Α μουσ. παρεκτροπή από την απλή και φυσική αλληλουχία και ακολουθία, η αλλαγή τών τόνων, τού ρυθμού, το είδος τής μουσικής μεταξύ μέλους και απαγγελίας, αφηγηματικός τρόπος απαγγελίας τραγουδιού («διὰ τί ἡ παρακαταλογή ἐν ταῑς ᾠδαῑς τραγικόν;» … Dictionary of Greek
καταλογῆς — καταλογεύς officer who enrols masc nom pl καταλογεύς officer who enrols masc nom/voc pl καταλογή enrolment fem gen sg (attic epic ionic) κατηλογέω make of small account pres ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)